- ζύγωσις
- ζύγωσις, ἡ (Α) [ζυγώ (-όω)]ζύγισμα, ισορρόπηση, αντισήκωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγώση — ζύγωσις a balancing fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζύγωσιν — ζύγωσις a balancing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροζύγωση — η περίπτωση κατά την οποία οι γαμέτες τών νόθων ατόμων τής πρώτης θυγατρικής γενεάς περιέχουν ετεροειδείς κληρονομικούς χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterozygosis < hetero (πρβλ. ετερο *) + zygosis (πρβλ. ζύγωσις)] … Dictionary of Greek
ζυγώσῃ — ζυγώσηι , ζύγωσις a balancing fem dat sg (epic) ζυγόω yoke aor subj mid 2nd sg ζυγόω yoke aor subj act 3rd sg ζυγόω yoke fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)